λῃστήρ

λῃστήρ
ληιστήρ
masc nom sg
λῃστήρ
robber
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ληστήρ — λῃστήρ και ληϊστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α) 1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ ἀλόωνται», Ομ. Οδ.) 2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τήρ < ληΐς, άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τήρ] …   Dictionary of Greek

  • ληιστῆρ' — ληιστῆρα , ληιστήρ masc acc sg ληιστῆρι , ληιστήρ masc dat sg ληιστῆρε , ληιστήρ masc nom/voc/acc dual ληιστῆρα , λῃστήρ robber masc acc sg ληιστῆρι , λῃστήρ robber masc dat sg ληιστῆρε , λῃστήρ robber masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρ — ληϊστήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ …   Dictionary of Greek

  • ληιστῆρας — ληιστήρ masc acc pl λῃστήρ robber masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρες — ληιστήρ masc nom/voc pl λῃστήρ robber masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρσι — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρσιν — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρ — masc nom sg λῃστήρ robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρων — ληιστήρ masc gen pl λῃστήρ robber masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστῆρα — ληιστήρ masc acc sg λῃστήρ robber masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”